Συντηρηση

Οι συνήθεις φθορές που συναντούμε στους πίνακες είναι η επίστρωση αιθάλης, η απολέπιση, το κρακελάρισμα και το σχίσιμο των επιφανειών.pinakes-1l

Το τμήμα συντήρησης επικεντρώνεται στον καθαρισμό, στη στερέωση και στην αποκατάσταση τυχόν φθορών που έχει υποστεί ένας ζωγραφικός πίνακας. Το τμήμα αποκατάστασης επικεντρώνεται στην χρωματική αποκατάσταση οποιουδήποτε είδους φθοράς ή αλλοίωσης. Χρησιμοποιούνται χημικές αναλύσεις και με ιδιαίτερη προσοχή παρεμβάσεων διορθώνονται οι βλάβες. pinakes-3l.jpgpinakes-4l

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ

Ο Μυταράς είναι ένας από του σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή καταξίωση και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ).

Γεννήθηκε στη Χαλκίδα τον Ιούνιο του 1934. Σπούδασε ζωγραφική στη ΑΣΚΤ (1953-1958) έχοντας καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά. Συνέχισε σπουδές στη σκηνογραφία στην «Ecole Superieure des Arts Decoratifs» καθώς και εσωτερική διακόσμηση στη «Metiers d’ Art» στο Παρίσι (1960-1964) με υποτροφία του ΙΚΥ. Το 1975 εκλέχθηκε καθηγητής της ΑΣΚΤ. Έργα του έχουν εκτεθεί στην Αθήνα, σε ατομικές εκθέσεις στις γκαλερί «Ζυγός», «Άστορ», «Μέρλιν», αίθουσα Τέχνης (Θεσσαλονίκη), καθώς επίσης και στη Μπολόνια, Φλωρεντία, Ρώμη, Γένοβα κ.ά.. To Μάρτιο του 2008 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ο Μυταράς ομιλεί επίσης γαλλικά και είναι μόνιμος κάτοικος Αθηνών (Πολύγωνο)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ

Γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1910 στον Πειραιά και ήταν ζωγράφος και σκηνογράφος. Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε το 1929 στο «Άσυλο Τέχνης». Η επιτυχία που σημείωσε τον οδήγησε στη συνέχεια να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1929-1935) με καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Κόντογλου (1931-1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Την περίοδο 1935-1936, αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Επισκεπτόμενος τα διάφορα μουσεία ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού καθώς και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι.

Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910 και καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια Μεταξά από τα Ψαρά. Το 1938, δυο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα με έργα που παρουσίαζαν ιδιαίτερη προσωπικότητα που εξήραν οι τότε τεχνοκριτικοί Παπαντωνίου και Καπετανάκης. Το 1940 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το 1947 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το 1950 μετέβη εκ νέου στο Παρίσι όπου ένα χρόνο μετά, το 1951, εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο στη «Ρέτφρι Γκάλερι», ενώ το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το 1956 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το 1958 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1967 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1982 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι, στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου.

Οι 4 εποχές

Παράλληλα με τη ζωγραφική ο Γιάννης Τσαρούχης ασχολήθηκε και με τη θεατρική σκηνοθεσία και μάλιστα από το 1928. Σχεδίασε σκηνικά και ενδυμασίες για τα θέατρα «Εθνικό» ή «Βασιλικό», «Κοτοπούλη», «Δημοτικό» Πειραιώς κ.ά. ειδικά πρόζας, καθώς και για το κλασσικό έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» που ανέβηκε το 1954, στο τότε Βασιλικό κήπο και σήμερα «Εθνικό». Στο έργο του Γιάννη Τσαρούχη εκφράζεται κυρίως η χαρά και το θαύμα της ζωής. Προσπάθησε να ισορροπήσει τις μεγάλες παραδόσεις και να συλλάβει τις αιώνιες καλλιτεχνικές αξίες. Οι πίνακές του περικλείουν αφομοιωμένα πολλά λαϊκά και λαογραφικά στοιχεία ιδιαίτερα του λιμένος του Πειραιά. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή προβολή και ιδιαίτερα στη Γαλλία. Παράλληλα όμως εργάσθηκε και ως σκηνογράφος τόσο σε ελληνικά όσο και σε ξένα θέατρα με μεγάλη πάντα επιτυχία. Σ’ αυτόν οφείλεται η καθιέρωση, σχεδόν σε όλες τις σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου που γυρίστηκαν σε λαϊκά κέντρα, της παρουσίας του ναύτη είτε σε χορό είτε όχι, θεωρούμενη μάλιστα και απαραίτητη. Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία. Πέθανε στην Αθήνα το 1989

ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ – ΓΚΙΚΑΣ

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 1906 και ήταν σημαντικός Έλληνας ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, εικονογράφος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ιδρυτικό μέλος του ελληνικού τμήματος της «AICA» (Association Internationale des Critiques d’ Art, Διεθνής Ένωση Κριτικών Τέχνης). Πατέρας του ήταν ο καταγόμενος από τα Ψαρά αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος. Μητέρα του η Ελένη Γκίκα, της γνωστής οικογένειας Γκίκα, η οποία είχε εγκατασταθεί στην Ύδρα. Ο μικρός Νίκος βρισκόταν κάθε καλοκαίρι στο νησί και αυτή η διαμονή του επηρέασε την καλλιτεχνική του δημιουργία. Οι γονείς του, με την παραίνεση του σχολείου του, στο οποίο είχε απαλλαγεί από το μάθημα της ιχνογραφίας λόγω εξαίρετων επιδόσεων, αντιλαμβανόμενη το ταλέντο του νεαρού τον έστειλαν να μαθητεύσει αρχικά κοντά στον Βασίλη Μαγιάση (1917) και στον Κωνσταντίνο Παρθένη (1921). Το 1922 ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του στο Λεόντειο Λύκειο και αρχικά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1923 εγκαταλείπει τη Σχολή και την Αθήνα, μετοικώντας για σπουδές στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στη Σορβόννη, παρακολουθώντας μαθήματα γαλλικής και ελληνικής φιλολογίας και αισθητικής. Το 1923 συμμετέχει σε ομαδική έκθεση στη γκαλερί Salon des Independants. Τον επόμενο χρόνο εγγράφεται στην Academie Ranson, όπου παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής, με καθηγητή τον Ροζέ Μπισιέρ (Roger Bissiere) και χαρακτικής με καθηγητή το Δημήτρη Γαλάνη, συμμετέχοντας παράλληλα σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις. Η πρώτη ατομική του έκθεση οργανώνεται το 1927 στην Galerie Percier στο Παρίσι. Το 1928 εκθέτει για πρώτη φορά στην Αθήνα, από κοινού με τον γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο στη γκαλερί «Στρατηγοπούλου». Την ίδια χρονιά καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, την οποία ολοκληρώνει το 1929. Όταν απολύεται νυμφεύεται την ποιήτρια Αντιγόνη Κοτζιά και αναχωρούν μαζί για το Παρίσι.

Το 1930 συμμετέχει στην έκθεση που οργανώνεται στο Salon des Surindépendants στο Παρίσι και στην έκθεση της ομάδας «Τέχνη 1930» στο Ζάππειο Μέγαρο της Αθήνας. Στις εκθέσεις αυτές συμμετέχει και το 1931. Το 1932 δημοσιεύει στο περιοδικό «Πολιτεία» άρθρο σχετικό με τα ιταλικά σχέδια του Μουσείου του Λούβρου. Συμμετέχει εκ νέου στην έκθεση του Salon des Surindépendants. Το 1933 διοργανώνει στην Αθήνα το 4ο Διεθνές Αρχιτεκτονικό Συμπόσιο, στο οποίο συμμετέχουν μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως οι Λε Κορμπυζιέ, Φερνάν Λεζέ, Κριστιάν Ζερβός κ. ά. ενώ συμμετέχει με γραπτά του, σχετικά με την αισθητική, στο περιοδικό «Σήμερα», το οποίο εκδίδουν οι Μιχάλης Τόμπρος και Κώστας Ουράνης. Το 1934 εκθέτει στην Gallerie des Cahiers d’ Art του Παρισιού πίνακες και γλυπτά του, ενώ συμμετέχει σε διεθνείς εκθέσεις τόσο στο Παρίσι όσο και στη Βενετία. Το 1935 εκθέτει 61 πίνακές του στη Λέσχη των Καλλιτεχνών, μαζί με έργα του Τόμπρου και του Μιχαήλ Γουναρόπουλου. Εκδίδεται από τον Ανατόλ Γιακοβσκί (Anatole Jakovski) λεύκωμα με έργα χαρακτικής 23 κορυφαίων καλλιτεχνών, όπως οι Πάμπλο Πικάσο, Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Βασίλι Καντίνσκι κ.ά. στο οποίο περιλαμβάνει έργα του. Την ίδια χρονιά ξεκινά νέα δραστηριότητα: Μαζί με τους Δημήτρη Πικιώνη, Σωκράτη Καραντινό και Τ. Κ. Παπατσώνη, με τους οποίους συνδέεται φιλικά, εκδίδει το περιοδικό «Το 3ο Μάτι». Ο Γκίκας την επόμενη τριετία ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, μεταξύ Αθήνας και Ύδρας. Σχεδιάζει τα κοστούμια θεατρικών παραστάσεων, όπως του έργου «Όπως Αγαπάτε» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ (Θέατρο «Κοτοπούλη») και του έργου «Η Ζήλια του Μπαρμπουγιέ» του Μολιέρου («Νέα Δραματική Σχολή» Σ. Καραντινού, 1938). Άρθρα του σχετικά με την τέχνη και τη ζωγραφική εμφανίζονται σε ελληνικά περιοδικά (Τέχνη και Νέον Κράτος). Το 1938 συμμετέχει στην Πανελλήνια Έκθεση Χαρακτικής στο Ζάππειο μέγαρο και το 1939 συμμετέχει σε έκθεση ζωγραφικής στον ίδιο χώρο με δύο έργα του, ένα από τα οποία είναι ο πολύ γνωστός πίνακάς του Το μεγάλο τοπίο της Ύδρας. Ο Λόρενς Ντάρελ και ο Γιώργος Κατσίμπαλης τον φέρνουν σε επαφή με τον Χένρι Μίλερ. Οι δύο άνδρες συνδέονται με στενή φιλία, ο Γκίκας φιλοξενεί τον Μίλερ στο σπίτι του στην Ύδρα και κάνουν μαζί εκδρομές στους Δελφούς και την Ελευσίνα.[1]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ

Γεννήθηκε το 1853 στα Χίδηρα της Λέσβου. Σε ηλικία 13 ετών πήγε στη Σμύρνη, για να ζήσει με τον θείο του, πρακτικό αρχιτέκτονα και να φοιτήσει στην Ευαγγελική Σχολή, ενώ παράλληλα εργαζόταν. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για την τέχνη και κυρίως για την ξυλογλυπτική. Το 1868 ακολούθησε το θείο του στη Μενεμένη για δύο έτη και το 1870 με την προτροπή και την οικονομική βοήθεια του Μιχαήλ Χατζηλουκά, ξυλέμπορου, συνεργάτη του θείου του, αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική στην Αθήνα. Το 1870, εγγράφηκε στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών). Δάσκαλοί του στην Αθήνα ήταν ο ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας και ο γλύπτης Λεωνίδας Δρόσης. Από το Σχολείο των Τεχνών αποφοίτησε με άριστα τον Μάρτιο του 1877, ενώ είχε ήδη αρχίσει να διακρίνεται για το ζωγραφικό του ταλέντο. Τον Νοέμβριο του 1877 έλαβε υποτροφία από το ελληνικό κράτος και αναχώρησε για το Μόναχο με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης. Δάσκαλοί του εκεί ήταν ο Λούντβιχ φον Λεφτς (Ludwig νοn Löfftz), ο Βίλχελμ φον Λίντενσμιτ (Wilhelm νοn Lindenschmidt) και ο Γκάμπριελ φον Μαξ (Gabriel νοn Max). Το 1883 αποφοίτησε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, αλλά για τα επόμενα δεκαεφτά χρόνια συνέχισε να εργάζεται στην ίδια πόλη. Το 1878 δημιούργησε στο Μόναχο δικό του εργαστήριο και σχολή ζωγραφικής θηλέων που λειτούργησε μέχρι το 1898. Με το ταλέντο και την εργατικότητά του, έγινε ευρύτατα γνωστός και αγαπητός. Οι διακρίσεις άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη: «Χρυσούν μετάλλιον» στην Αθήνα το 1888, ιδιαίτερο βραβείο των Παρισίων 1889, «Βραβείο τιμής» στην Βρέμη το 1890, «Χρυσούν μετάλλιον» του Βερολίνου το 1891, «Χρυσούν μετάλλιον» του Μονάχου το 1893, το «Οικονόμειον βραβείον» στην Τεργέστη το 1895, το βραβείο Βαρκελώνης το 1898 και το χρυσό μετάλλιο στο Παρίσι το 1900. Το 1889 πέθανε η σύζυγός του, Άγλα. Το γεγονός αυτό σημάδεψε την ζωή του και λέγεται πως κατόπιν σταμάτησε να ζωγραφίζει χαρούμενα παιδικά θέματα.

Παιδική Συναυλία (1894)
Το 1900 ιδρύθηκε η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας και ο Ιακωβίδης κλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση να επιστρέψει στην Ελλάδα και διορίστηκε πρώτος της διευθυντής. Μετά τον θάνατο του δασκάλου του Νικηφόρου Λύτρα το 1904, διορίστηκε ως άμισθος καθηγητής ελαιογραφίας στην Σχολή Καλών Τεχνών. Για την προσφορά του αυτή, του απονεμήθηκε ο «Χρυσούς Σταυρός των Ιπποτών». Κατά την ίδια περίοδο, ο Ιακωβίδης, ως ο αγαπημένος προσωπογράφος της βασιλικής οικογένειας (υπήρξε προσωπικός φίλος του φιλότεχνου πρίγκιπα Νικολάου) και της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας, ήταν ήδη ένας από τους λίγους ευκατάστατους Έλληνες ζωγράφους. Το 1910, με τον διαχωρισμό της Σχολής Καλών Τεχνών από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με βασιλικό διάταγμα τού ανατέθηκε η διεύθυνση του Σχολείου των Καλών Τεχνών. Το 1914 ο Ιακωβίδης τιμάται με το Αριστείο των Γραμμάτων και Τεχνών και το 1918 την θέση του στην διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης αναλαμβάνει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1926, ορίζεται ως ένα από τα 38 αριστίνδην μέλη της νεοσυσταθείσας Ακαδημίας Αθηνών. Το 1930, αποχωρεί από τη διεύθυνση της Ανωτάτης, πλέον (μετά την αναδιοργάνωσή της) Σχολής Καλών Τεχνών, με τον τίτλο του «επιτίμου διευθυντού». Πέθανε το 1932, λίγο καιρό πριν κλείσει τα ογδόντα του. Η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση τον Νοέμβριο του 2005.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΟΛΟΝΑΚΗΣ

Οι γονείς του κατάγονταν από τη Βολάνη, ένα μικρό χωριό κοντά στο Ρέθυμνο, ενώ ο ίδιος γεννήθηκε το 1837 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε στο Γυμνάσιο της Σύρου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1856. Την ίδια χρονιά, με παρότρυνση των μεγαλύτερων αδελφών του, πήγε στην Τεργέστη για να δουλέψει ως λογιστής στο μεγάλο οίκο εμπορίας ζάχαρης Αφεντούλη. Ο Αφεντούλης εκτίμησε τις καλλιτεχνικές ικανότητες του νεαρού Βολανάκη από τα πάμπολλα σκαριφήματα με βάρκες, πλοία και λιμάνια που ο τελευταίος έφτιαχνε μέσα στις σελίδες των λογιστικών βιβλίων. Έτσι, αντί να απολύσει τον άτακτο λογιστή, ο Αφεντούλης ανέλαβε να τον στείλει στη Βαυαρία για να σπουδάσει ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty), το 1860. Μετά την αποφοίτησή του από την Ακαδημία του Μονάχου, ο Βολανάκης εργάστηκε στο Μόναχο, την Βιέννη και την Τεργέστη. Το 1883επέστρεψε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Από την ίδια χρονιά και μέχρι το 1903 δίδαξε στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας, αρχικά το μάθημα της Στοιχειώδους Γραφής και αργότερα το μάθημα της Αγαλματογραφίας. Πέθανε στον Πειραιά, στις 29 Ιουνίου του 1907.

Βόλος

Η θάλασσα, τα πλοία και τα λιμάνια ήταν η μόνιμη πηγή έμπνευσης του Βολανάκη. Μαζί με τον Θεόδωρο Βρυζάκη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Νικόλαο Γύζη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Ωστόσο τα ιδιαιτέρως φωτεινά έργα του (όπως π.χ. το γνωστό Πανηγύρι του Μονάχου) δείχνουν κάποιες ιμπρεσιονιστικές τάσεις. Οι θαλασσογραφίες του κοσμούνε τις επισημότερες αίθουσες της Αυστρίας και της Ελλάδας, ακόμη και του ηλεκτρικού σταθμού (μετρό) του Πειραιά, ενώ κάποιοι άλλοι πίνακές του πωλήθηκαν σε διεθνείς δημοπρασίες για εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Το Νοέμβριο του 2008 το έργο του Η Αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο σημείωσε νέο ιστορικό ρεκόρ για τιμή ελληνικού πίνακα σε δημοπρασία, πλησιάζοντας το ποσό των 2.000.000 ευρώ.

Η έξοδος του Άρη

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΥΖΗΣ

Γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1842, στο Σκλαβοχώρι της Τήνου και ήταν ένα από τα 6 παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου Γύζη και της Μαργαρίτας Γύζη, το γένος Ψάλτη. Ήταν από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Διακρίθηκε σε όλα τα χρόνια των σπουδών του και πήρε τα πρώτα βραβεία στη ξυλογραφία, τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία. Το 1850, η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα και ο μικρός Νικόλαος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), αρχικά ως ακροατής και, από το 1854 έως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής. Με το τέλος των σπουδών του, γνωρίστηκε με τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, με την μεσολάβηση του οποίου έλαβε υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Τον Ιούνιο του 1865, ο Γύζης έφθασε στο Μόναχο, όπου συνάντησε τον συνάδελφο και φίλο του Νικηφόρο Λύτρα. Ο τελευταίος τον βοήθησε στο να εγκλιματιστεί γρήγορα στο σκληρό γερμανικό περιβάλλον. Πρώτοι του δάσκαλοί του στο Μόναχο ήταν ο Χέρμαν Άνσουτς (Hermann Anschütz) και ο Αλεξάντερ Βάγκνερ (Alexander Wagner). Τον Ιούνιο του 1868 έγινε δεκτός στο εργαστήριο του Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty). Το 1871 τέλειωσε τις σπουδές του στο Μόναχο και τον Απρίλιο του 1872 επιστρέφει στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι επί της οδού Θεμιστοκλέους σε ατελιέ. Στο διάστηµα του ταξιδιού είχε τη συναίσθηση ότι το άκρο άωτο κάθε ομορφιάς είναι αυτό που η Ελλάδα πάντα εξέπεμψε προς την ανθρωπότητα, και γράφει χαρακτηριστικά στο φίλο του Κούρτσµπαουερ: «Εδώ είναι κάθε γυναίκα, Αφροδίτη!». Μαζί με τον φίλο του Νικηφόρο Λύτρα, ταξίδεψε το 1873 στη Μικρά Ασία, όπου είδε προσβολές, σφαγές και κρεμάλες, όλη τη δυστυχία του ελληνισμού. Απογοητευμένος από τις συνθήκες της Ελλάδας, τον Μάιο του 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έμελλε να ζήσει για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1875 σχεδιάζει τις πρώτες παραλλαγές του Τάματος και τα Παιδικά αρραβωνιάσματα – ηθογραφική περίοδος της τέχνης του. Με τον πίνακα Η Τέχνη και τα πνεύματά της αρχίζει η ιδεαλιστική περίοδος της ζωγραφικής του. Δείχνει στα έργα αυτά μια ευαισθησία, λυρικότητα και ποιητική διάθεση. Ο ακαδημαϊσμός του πολλές φορές υποσκάπτεται από ιμπρεσιονιστική απελευθέρωση. Το 1876, ταξίδεψε παρέα με τον Νικηφόρο Λύτρα στο Παρίσι. Έναν χρόνο αργότερα νυμφεύθηκε την Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες – την Πηνελόπη (γεν. 1878, πέθανε μόλις 12 ημερών), τη Μαργαρίτα-Πηνελόπη (γεν. 1879), τη Μαργαρίτα (γεν. 1881) και την Ιφιγένεια (γεν. 1890) και ένα γιο – τον Ονούφριο-Τηλέμαχο (γεν. 1884). Το 1880 ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1881 πέθανε η μητέρα του κι ένα χρόνο μετά πέθανε και ο πατέρας του. Το 1895 επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, την οποία ποτέ δεν ξέχασε και πάντα νοσταλγούσε. Προσβεβλημένος από λευχαιμία, πέθανε στο Μόναχο στις αρχές του 1901 (4 Ιανουαρίου 1901 με το νέο ημερολόγιο). Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν: «Λοιπόν ας ελπίζουμε και ας ζητούμε να είμεθα εύθυμοι!» Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου.

Καταστροφή Ψαρών

Ο Νικόλαος Γύζης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού του ύστερου 19ου αιώνα, του συντηρητικού εικαστικού κινήματος που είναι γνωστό ως «Σχολή του Μονάχου», τόσο σε ελληνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Συμμετείχε και βραβεύτηκε σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις, από το 1870 έως το 1900. Μάλιστα, μετά το θάνατό του, το 1901 τιμήθηκε με έκθεση έργων του στην 8η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση του Γκλασπαλάστ (Glaspalast). Σπουδαστής στην Ακαδημία του Μονάχου, είναι εμφανέστατα επηρεασμένος από τη γερμανική τεχνοτροπία της εποχής και ενστερνίσθηκε όλες τις αρχές των γερμανών δασκάλων του φτιάχνοντας έργα σπάνιας επιδεξιότητας μέσα στα όρια του ιστορικού ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Με τα έργα του (ειδικά αυτά της νεότητάς του) έλαβε τον χαρακτηρισμό «γερμανικότερος των Γερμανών» και επαινέθηκε με το παραπάνω από τους τεχνοκριτικούς και τον Τύπο της εποχής. Όμως δεν εφάρμοσε μόνο τις συνταγές της γερμανικής τέχνης, αλλά στράφηκε σε μορφές έκφρασης που εμπεριείχαν πρωτοπόρες ιδέες και ενσάρκωναν νέα ρεύματα. Δύο από τα μεγάλα «γερμανικά» του έργα: οι Ελεύθερες τέχνες και τα πνεύματα της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας, που κοσμούσαν την οροφή Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών του Καϊζερσλάουτερν (1878–1880), και Ο θρίαμβος της Βαυαρίας, που κοσμούσε την αίθουσα συνεδριάσεων του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης (1895–1899), καταστράφηκαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μερικά από τα έργα του, όπως Τα αρραβωνιάσματα (1875) και Το κρυφό σχολειό (1885, συλλογή Εμφιετζόγλου), βασίζονται σε προφορικούς θρύλους της εποχής της Τουρκοκρατίας, των οποίων η αντιστοιχία στην ιστορική πραγματικότητα αμφισβητείται σήμερα, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την καλλιτεχνική αξία των παραπάνω έργων. Άτομο βαθιά θρησκευόμενο, στράφηκε αργότερα προς τις αλληγορικές και τις μεταφυσικές παραστάσεις. Τα λεγόμενα «θρησκευτικά» του έργα, με πλέον χαρακτηριστικό τον πίνακα Ιδού ο Νυμφίος έρχεται (1895–1900, Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου), αντιπροσωπεύουν τα οράματα του ώριμου πλέον καλλιτέχνη και δηλώνουν απερίφραστα τις υπαρξιακές του αγωνίες. Κυρίαρχο θέμα των ώριμων έργων του ήταν ο αγώνας του εναντίον του Κακού και η τελική νίκη του Καλού. Η σημαντικότερη μορφή στα έργα αυτά  είναι η γυναίκα, που άλλοτε εμφανίζεται ως Τέχνη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Άνοιξη, άλλοτε ως Δόξα, κ.λπ. Νεότεροι μελετητές του έργου του διακρίνουν ότι στα λιγότερο γνωστά ύστερα έργα του, και κυρίως στα σχέδιά του με κάρβουνο και κιμωλία, ο Γύζης δίνει μια εξπρεσιονιστική τάση απελευθέρωσης από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό. Ο Γύζης φιλοτέχνησε επίσης αφίσες και εικονογράφησε βιβλία.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΛΥΤΡΑΣ

Γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου, το 1832 και ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους και δασκάλους της ζωγραφικής κατά τον 19ο αιώνα. Το έργο του στάθηκε ορόσημο στη νεότερη ελληνική ζωγραφική. Θεωρείται από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου και πρωτοπόρος στη διαμόρφωση της διδασκαλίας των Καλών Τεχνών στην Ελλάδα. Η πολυσήμαντη τέχνη του καλύπτει τα 3/4 του πρώτου αιώνα της ελληνικής αναγέννησης. Ήταν γιος ενός λαϊκού μαρμαρογλύπτη, που περιπλανήθηκε σε όλες τις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων αναζητώντας την τύχη και τελικά κατέληξε στην Τήνο. Ο πατέρας μετέδωσε στο γιο του τη μεγάλη αγάπη του προς την καλλιτεχνία, κι ο Νικηφόρος από μικρή ηλικία είχε εκπλήξει με το πλούσιο ταλέντο του όσους έτυχε να τον γνωρίσουν. Το 1850, σε ηλικία 18 ετών, πήγε στην Αθήνα μαζί με τον πατέρα του και γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών (η μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών). Εκεί, σπούδασε ζωγραφική με δασκάλους τον Γερμανό διευθυντή της Σχολής, Λούντβιχ Τιρς (Ludwig Thiersch), τους αδερφούς Μαργαρίτη και τον Ιταλό Ραφαέλο Τσεκόλι (Raffaelo Ceccoli). Ο Τιρς συγκινημένος από το πρώιμο φούντωμα της καλλιτεχνικής ιδιοφυίας του Νικηφόρου, τον πήρε από την ιδιαίτερη και πατρική προστασία του και τον καθοδήγησε με επιτυχία στο δρόμο της μεγάλης καριέρας. Με την αποφοίτησή του, το 1856, ο Νικηφόρος Λύτρας ανέλαβε να διδάξει το μάθημα της Στοιχειώδους Γραφής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1860, με υποτροφία του βασιλιά Όθωνα, πήγε στο Μόναχο για να σπουδάσει στη Βασιλική Ακαδημία των Καλών Τεχνών και έτσι βρέθηκε στην καρδιά της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής ζωής. Την εποχή εκείνη, στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας ζωντάνευε ξανά ο αθηναϊκός 5ος αιώνας π.Χ. Η τέχνη, που είχε πηγή τον αρχαίο κλασικισμό, βρισκόταν στην ακμή της. Μέσα στη Σχολή αυτή και με δάσκαλό του τον Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty), που ήταν βασικός εκπρόσωπος της ιστορικής ρεαλιστικής ζωγραφικής στη Γερμανία, ο Νικηφόρος έριξε στερεές ρίζες για την κατοπινή του εξέλιξη. Το 1862, με την έξωση του βασιλιά Όθωνα, το ελληνικό κράτος διέκοψε την υποτροφία που του χορηγούσε, αλλά ο εύπορος βαρόνος Σιμών Σίνας, πρέσβης της Ελλάδας στη Βιέννη, ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών του. Το καλοκαίρι του 1865, λίγο πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα, συνάντησε τον φίλο του Νικόλαο Γύζη, που μόλις είχε φθάσει στο Μόναχο για να σπουδάσει και αυτός κοντά στον Πιλότυ. Μαζί με τον Γύζη επισκέφθηκαν εκθέσεις και μουσεία και πήγαν για λίγες ημέρες στις εξοχές του Μονάχου, σε γραφικά χωριά της Βαυαρίας.

Πυρπόληση τουρκικής ναυαρχίδας

Με την επιστροφή του στην Αθήνα, το 1866 ο Λύτρας διορίστηκε καθηγητής ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών στην έδρα της Ζωγραφικής, την οποία κατείχε για 38 ολόκληρα χρόνια διδάσκοντας με υποδειγματική ευσυνειδησία και ζήλο. Το 1873, παρέα με τον Γύζη, έκανε ένα τρίμηνο ταξίδι στη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία, όπου εμπλούτισε το ταλέντο του με ισχυρές και φωτεινές εντυπώσεις και με το ρυθμό ενός άλλου κόσμου. Εκεί προσπάθησε να γνωρίσει την επίδραση που είχε η Ανατολή πάνω στον κλασικισμό, ώστε να μπορέσει να μελετήσει το βυζαντινό ρυθμό που γεννήθηκε από την ένωση του κλασικισμού με την αραβική τέχνη. Τον επόμενο χρόνο (1874) πήγε πάλι στο Μόναχο και επέστρεψε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1875. Τον Σεπτέμβριο του 1876, μαζί με τον Γύζη, αναχώρησε και πάλι για το Μόναχο και το Παρίσι. Το 1879 επισκέφθηκε την Αίγυπτο και τον χειμώνα του ίδιου έτους παντρεύτηκε την Ειρήνη Κυριακίδη, κόρη εμπόρου από τη Σμύρνη. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε το πρώτο από τα 6 παιδιά τους, ο Αντώνιος. Ακολουθούν 4 ακόμα γιοι (ο Νικόλαος, ο Όθων, ο Περικλής και ο Λύσανδρος) και μία κόρη, η Χρυσαυγή. Ο γιος του Νικόλαος έγινε κι αυτός ζωγράφος με πλούσιο και πολύ σημαντικό έργο. Ο Λύτρας δούλεψε ευσυνείδητα και ως ζωγράφος και ως καθηγητής στο Σχολείο Καλών Τεχνών και γνώρισε νωρίς την αναγνώριση και την δόξα. Οι ανεξάντλητοι θησαυροί της ψυχής του, η ευαισθησία και η ευρύτητα της καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασίας, έκαναν γόνιμη τη διδασκαλία του και τα αποτελέσματά της λαμπρά, δεδομένου ότι οι σημαντικότεροι καλλιτέχνες της νεότερης Ελλάδας υπήρξαν μαθητές του. Κοντά του μαθήτεψαν πολλοί ζωγράφοι, που αργότερα ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους και διακρίθηκαν, μεταξύ των οποίων ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης, ο Περικλής Πανταζής, ο Γεώργιος Ροϊλός και ο Νικόλαος Βώκος. Πέθανε στην Αθήνα, στις 13 Ιουνίου του 1904, σε ηλικία 72 ετών, μετά από σύντομη ασθένεια που εικάζεται ότι οφείλονταν σε δηλητηρίαση από χημικές ουσίες των χρωμάτων. Λίγους μήνες αργότερα, την έδρα του στο Σχολείο Καλών Τεχνών (Πολυτεχνείο), ανέλαβε ο παλαιός μαθητής του Γεώργιος Ιακωβίδης.

Τα κάλαντα

Στο πλούσιο και απέραντο έργο του Νικηφόρου Λύτρα, από τα πρώτα παιδικά σχεδιαγράμματά του μέχρι τον τελευταίο του πίνακα, βλέπει κανείς μια διαρκή εξέλιξη. Συνεχώς ανεβαίνει, προσπαθώντας να φτάσει στην ιδανική τελειότητα. Το έργο του αποδεικνύει πως ο δημιουργός του είχε κατανοήσει την ανάγκη προσαρμογής των κλασικών προτύπων και παραδόσεων στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και το έργο του, μαζί µε το έργο του Ν. Γύζη θεωρείται το βάθρο της νεοελληνικής τέχνης. Ο Λύτρας, μέσα από το έργο του εκφράζει την αγάπη του για τους απλούς συνανθρώπους του, αποφεύγοντας τις βίαιες σκηνές και τις κραυγαλέες συνθέσεις. Ζωγράφισε κυρίως πορτρέτα και σκηνές από την καθημερινή ζωή χρησιμοποιώντας λιτά μέσα, και πλάθοντας µια έντονα λυρική ατμόσφαιρα. Ασχολείται με θέματα εθνικού και ηθογραφικού περιεχομένου. Την περίοδο που ήταν μαθητής του Πιλότυ στο Μόναχο, ο Λύτρας ασχολήθηκε με την λεγόμενη «ιστορική ζωγραφική» με θέματα παρμένα από την ελληνική μυθολογία και την ελληνική ιστορία. Στην περίοδο του Μονάχου συγκαταλέγονται οι πίνακές του: Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, Η Πηνελόπη διαλύει τον ιστό της, Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, άρχισε να ασχολείται με προσωπογραφίες. Ο καταξιωμένος Λύτρας ήταν από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα στους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής του. Συμμετείχε και τιμήθηκε σε πάμπολλες εκθέσεις: στις πανελλήνιες εκθέσεις στο Ζάππειο, τις παγκόσμιες εκθέσεις του Παρισιού (1855, 1867, 1878, 1889 και 1900), την παγκόσμια έκθεση της Βιέννης (1873), και τις εκθέσεις που οργάνωνε τακτικά ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Παρνασσός. Ως επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας φιλοτέχνησε ολόσωμα μνημειακά πορτρέτα μελών των οικογενειών Σερπιέρη, Καυτατζόγλου, διευθυντών της Εθνικής Τράπεζας και άλλων επιφανών Αθηναίων που συγκαταλέγονται στα πιο σημαντικά δείγματα της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αι. Στην πραγματικότητα, όμως, οι βιοτικές ανάγκες ήταν που υποχρέωσαν τον Νικηφόρο Λύτρα να ζωγραφίζει προσωπογραφίες εξεχόντων προσώπων. Έτσι, μολονότι είναι αριστουργηματικές, δεν ήταν αυτές στις οποίες ο Λύτρας έκλεινε μέσα τη ψυχή του.

Η καλλιτεχνική δύναμη του Νικηφόρου Λύτρα βρίσκεται μέσα στους ηθογραφικούς του πίνακες, στις εκπληκτικές εκείνες συνθέσεις, με θέματα της ζωής στο χωριό και την πόλη, που ακτινοβολούν ολόκληρη τη θέρμη και τη φωτεινή του αγάπη για την ελληνική ζωή και το αγνό ελληνικό σπίτι. Τα γραφικά έθιμα και τα στιγμιότυπα ενέπνευσαν μερικά από τα πλέον γνωστά ηθογραφικά έργα του: Ψαριανό μοιρολόι, Παιδί που στρίβει τσιγάρο, Η αναμονή, Ο κακός εγγονός, Η κλεμμένη, τοΜετά την πειρατεία, Η αρραβωνιασμένη, Το λιβάνισμα, Η ορφανή, Τα άνθη του επιταφίου, Ο όρθρος, Ο γαλατάς, Το φίλημα, Το αυγό του Πάσχα, Ο μάγκας και κυρίως Τα κάλαντα αποτελούν τα αντιπροσωπευτικότερα έργα του Λύτρα. Οι ηθογραφίες του Λύτρα, είδος στο οποίο θεωρείται εισηγητής, ανταποκρίνονται στην κυρίαρχη ιδεολογία της αστικής τάξης της εποχής και στο γενικό αίτημα για την απόδειξη της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων. Τα ταξίδια του στη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο πλούτισαν τους πίνακές του με αραπάκια, φελάχες, χότζες και άλλα στοιχεία του της προσφιλούς στην Δύση μυστηριακής Ανατολής. Τα έργα των τελευταίων του χρόνων διαπνέονται από την μελαγχολία των γηρατειών, από θρησκευτικές ανησυχίες και μηνύματα θανάτου. Προς το τέλος της ζωής του, ασκητικές και μαυροντυμένες υπάρξεις με κέρινα πρόσωπα πήραν την θέση των λυγερόκορμων κοριτσιών. Η πολύχρονη θητεία του ως καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής. Αν και προσκολλημένος πάντα στις αρχές του ακαδημαϊσμού της Σχολής του Μονάχου και ανεπηρέαστος από το ρεύμα των ιμπρεσιονιστών, εντούτοις προέτρεπε πάντα τους μαθητές του να είναι ανοιχτοί στις νέες τάσεις. Ως καλλιτέχνης και ως δάσκαλος, ο Λύτρας σημάδεψε την πορεία της νεοελληνικής ζωγραφικής. «Η αγάπη προς το ωραίο είναι η γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου», έλεγε. Το 1903 παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Το 1909 (μετά τον θάνατό του) έργα του παρουσιάστηκαν στην έκθεση «Η σχολή του Πιλότυ 1885-1886» στην γκαλερί Heinemann του Μονάχου. Το 1933 πραγματοποιήθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεση στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με 186 έργα του. Τα ελληνικά ταχυδρομεία τον τίμησαν με την έκδοση γραμματοσήμου.

Βίνσεντ βαν Γκογκ

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh, προφορά στα ολλανδικά: Βίνσεντ φαν Χοχ) (30 Μαρτίου 185329 Ιουλίου 1890) ήταν Ολλανδός ζωγράφος. Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών.

Η επίδραση του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού αλλά και εν γένει τηςαφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική.

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Στον Βίνσεντ δόθηκε το όνομα του παππού του, το οποίο είχε δοθεί και στο πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, το οποίο είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα.

Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό βαν Γκογκ (Theo van Gogh). Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνοκαι αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του. Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στοΆμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο βαν Γκογκ κηρύττει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.

Οι πατατοφάγοι (1885)

Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιγέ (Jean-François Millet), ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αμβέρσας, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό, ο βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης σε δεύτερο πλάνο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης.

Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του — επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης — στην περιοχή της Μονμάρτης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από την χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.

Βάζο με 12 ηλιοτρόπια (1889)

Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδώσει και στη ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα Έναστρη νύχτα’ και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο Κόκκινο αμπέλι αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο βαν Γκογκ εν ζωή. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.

Έναστρη νύχτα (1889)
Στο έργο του αυτό ο Βαν Γκογκ έχει απεικονίσειχαοτικές δίνες που ακολουθούν την κλιμάκωση Κολμογκόροφ, όπως προκύπτει από μαθηματική ανάλυση της εικόνας. Ο Βαν Γκογκ αναπαράγει σε πίνακές του, επακριβώς, νόμους της φύσης.[1]

Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ.

Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιο ήταν το τελευταίο του έργο, αλλά πρόκειται πιθανά για το έργο με τον τίτλο Ο κήπος του Ντωμπινύ ή για τον πίνακαΣιτοχώραφο με κοράκια.

Μετά το θάνατο του βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολονία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914).

Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα. Επίσης ο βαν Γκογκ είναι διάσημος για τις πινελιές του οι οποίες πολλές φορές παρουσιάζουν μια κίνηση.

Τεχνικές του Ιμπρεσιονισμού

Ο ιμπρεσιονισμός στη ζωγραφική χαρακτηρίζεται από τις παρακάτω βασικές τεχνικές:

  • Μικρές και συχνά εμφανείς πινελιές που δημιουργούν ένα χαρακτηριστικά παχύ στρώμα μπογιάς στον καμβά. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούν να αποτυπωθούν πολλές λεπτομέρειες του θέματος αλλά γενικά χαρακτηριστικά του.
  • Χρήση κυρίως των βασικών χρωμάτων, με μικρή ανάμειξη μεταξύ τους (η διαδικασία της ανάμειξης αυτής γίνεται από τον ίδιο τον θεατή του έργου).
  • Σπάνια χρήση του μαύρου χρώματος, μόνο στις περιπτώσεις που αποτελεί μέρος του θέματος. Οι ιμπρεσιονιστές δεν χρησιμοποιούσαν το μαύρο χρώμα προκειμένου να επιτύχουν σκιάσεις ούτε το αναμείγνύαν με τα βασικά χρώματα.
  • Απουσία διαδοχικών επιστρώσεων χρώματος. Οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφιζαν πιο γρήγορα, χωρίς να περιμένουν απαραίτητα το χρώμα να στεγνώσει.
  • Έμφαση στον τρόπο που το φως ανακλάται πάνω στα αντικείμενα, αποτύπωση του θέματος με ένα είδος επιστημονικού ενδιαφέροντος.
  • Ζωγραφική κυρίως σε ανοιχτούς χώρους, συνήθως με φωτεινά και έντονα χρώματα.

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι τεχνικές αυτές συναντώνται και σε προγενέστερους ζωγράφους, όμως οι ιμπρεσιονιστές τις χρησιμοποίησαν συστηματικά. Οι ιμπρεσιονιστές ευνοήθηκαν και από την ανακάλυψη των προ-επεξεργασμένων χρωμάτων (παρόμοια με αυτά που χρησιμοποιούνται και σήμερα), γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν για να ζωγραφίζουν σε ανοιχτούς χώρους. Παλαιότερα κάθε ζωγράφος ήταν αναγκασμένος να δημιουργήσει ο ίδιος τα χρώματα αναμειγνύοντας τα διάφορα υλικα.